-
1 βιαία
βιαίᾱ, βίαιοςforcible: fem nom /voc /acc dualβιαίᾱ, βίαιοςforcible: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————βιαίᾱͅ, βίαιοςforcible: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 βιαια
adv. силой, насильно Aesch. -
3 βιαίᾳ
Βλ. λ. βιαία -
4 βίαια
βίαιοςforcible: neut nom /voc /acc plβίαιοςforcible: neut nom /voc /acc pl -
5 βιαίας
βιαίᾱς, βίαιοςforcible: fem acc plβιαίᾱς, βίαιοςforcible: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 βιαίαν
βιαίᾱν, βίαιοςforcible: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 βίαιος
βίαιος, auch 2 End., 1) gewaltthätig, ἔργα Od. 2, 236; Pind. N. 7, 67; Aesch. Prom. 739, u. sonst bei Tragg. u. in Prosa; Ggstz πραΰς Plat. Legg. I, 645 a; ϑάνατος Rep. III, 566 b; τὰ βίαια καὶ κλοπαῖα Legg. XI, 934 c; vom Winde, Arist.; Paus. 10, 17, 11; δίκη βιαίων, Klage über erlittene od. beabsichtigte Nothzucht u. über gewaltthätige Entziehung eines Besitzthums, vgl. Meier att. Proceß S. 545 ff. – 2) erzwungen, Ggstz ἑκούσιος Plat. Rep. X, 603 c Polit. 291 e; bes. was gegen die Natur ist, Tim. 64 d; Arist. Eth. 1, 5, 7 Polit. 7, 16 Phys. 4, 8. 5, 6. – Adv. βιαίως, gewaltsam, Od. 2, 237. 22, 37; Pind., Tragg. u. in Prosa, πρὸς τὸ βίαιον; ebenso Aesch. Ag. 130; auch βίαια, Suppl. 801; ἐκ τοῦ βιαίου Dion. Hal. 10, 36.
-
8 репрессия
репрессияж τά μέτρα καταπίεσης, ἡ βίαια καταπίεση:прибегать κ \репрессияμ καταφεύγω σέ βίαια μέτρα· подвергать \репрессиям ἐπιβάλλω μέτρα καταπίεσης σέ κάποιον. -
9 βίαιος
η, ο [αία, ον]1) насильственный;βίαιο πραξικόπημα — или βίαιη ανατροπή — насильственный переворот;
βίαιος θάνατος — насильственная смерть;
με βίαια μέσα — силой, насильственными мерами;
2) сильный; бурный; стремительный; резкий; порывистый;βίαιος άνεμος — порывистый ветер;
βίαια πάθη — бурные страсти;
βίαιος χαρακτήρας — крутой характер
-
10 βίαιος
1 by the force of Παρθ. 1. 1. μαλάσσοντες βίαιον πόντον ( the force of the sea: v. l. βία τὸν unde βιατὰν coni. Bergk) *fr. 140c. 1* n. pro subs., forceἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβαλών, βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειπί (v. l. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. adv., -ως, ἀποσυλᾶσαι βιαίως” by force P. 4.110 περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως perforce cf. Wil., S & S. 189̆{2} fr. 123. 7. -
11 вырвать
вырвать 1-ву, -вешь ρ.σ.μ.1. βγάζω βίαια, αποσπώ•вырвать зуб βγάζω το δόντι•
вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.
2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•вырвать секрет αποσπώ μυστικό.
εκφρ.вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.2. βγαίνω, σχίζομαι•в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.
|| ξεγλιστρώ, πέφτω•лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.
вырвать 2-рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ. -
12 μεγαίρω
μεγαίρω (von μέγας, vgl. γέρας – γεραίρω und s. Buttm. Lexil. I, 259), eigtl. Etwas für groß od. für zu groß halten; – dah. Einem Etwas mißgönnen, als sei es zu groß für ihn, μέγηρε γάρ οἱ τόγε Ἀπόλλων, Il. 23, 865; Orak. bei Her. 1, 66; u. c. inf., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, Od. 3, 55, vgl. H. h. Merc. 465; auch mit acc. c. inf., μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια, Od. 2, 235. Dah. = aus Neid verweigern, versagen, beneiden, Δαναοῖσι μεγήρας, Il. 15, 473, κατακαιέμεν οὔτι μεγαίρω, die Todten zu verbrennen verweigere ich nicht, 7, 408, vgl. Od. 8, 206; οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος, ich beneide dich nicht um dieses Geschenk, Aesch. Prom. 629; ἐμέγηρέ μοι τόκοιο, Ap. Rh. 1, 289. In der Verbindung ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν Ποσειδάων βιότοιο μεγήρας, Il. 13, 563, er misgönnte ihm das Leben des Antilochos, wollte ihm das Leben des Antilochos nicht preisgeben, fassen es Andere = er entkräftete das Geschoß, es von dem Leben des Antilochos abwehrend, weil er ihm die Erlegung desselben nicht gestatten wollte, dem Sinne nach richtig, aber an die Form des Satzes bei Hom. sich nicht anschließend; u. so ist auch Il. 4, 54, τάων (πόλεων) οὔτι ἐγὼ πρόσϑ' ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω, zu nehmen, wie der folgende Vers zeigt, εἴπερ γὰρ φϑονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω, aber der gen. hängt nur von πρόσϑε ab, und zu μεγαίρω ist τὰς διαπέρσαι zu ergänzen. – Ap. Rh. 4, 1670, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπάς, vom neidischen Blicke, dem zauberische Kraft zugeschrieben wird. – Sp. haben auch das pass., beneidet werden; so von Sardes gesagt πολὺς δέ με πολλάκις αἰὼν ἄστεσιν ὀλβίστοις εὗρε μεγαιρομένην, Maced. 32 (IX, 645).
-
13 μάτη
μάτη, ἡ, = ματία, Fehler, Vergehen, Aesch. Ch. 905; auch φυγάδα μάταισι πολυϑρόοις βίαια δίζηνται λαβεῖν, Suppl. 800, von dem Hin- u. Herrennen der Verfolger; οὔτι τοι μέτρον μάτας, Soph. frg. 788; εἰς μάτην, = μάτην, ins Gelag, in den Tag hinein, Luc. Tragodop. 28.
-
14 αἰκία
αἰκία, ἡ [für ἀεικία. Bei Soph. immer, u. auch sonst ῑ], schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, Schmach, Aesch. Pr. 93. 177; Soph. O. C. 752 El. 478; Ar. Av. 1671; Plat. verb. es mit λοιδορίαι Rep. IV, 425, mit βίαια V, 464 e; πᾶσαν αἰκίαν αἰκιζόμενοι Ax. 372 a; αἰκίας δίκη, Privatklage wegen Realinjurien, Schläge, der ὕβρεως δ. nachstehend; oft bei den Rednern, Dem. 47, 7. 40; Mid. 35 ὁπότερος ἦρξε χειρῶν ἀδίκων· τοῠτο γάρ ἐστιν ἡ αἰκία.
-
15 ἐρύω
ἐρύω, ep. u. ion. auch εἰρύω, wie auch Soph. Tr. 1026, ch.; inf. εἰρύμεναι, mit kurzem υ, Hes. O. 818; fut. ἐρύσω, ep. ἐρύσσω, auch ἐρύω, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 300; οὐ μὲν σοί γε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ ὄσσε καϑαιρήσουσι, ἀλλ' οἰωνοὶ ἐρύουσι Il. 11, 454, vgl. 15, 351. 22, 67; ἔλπετο ϑυμὸς νεκρὸν ὑπ' Αἴαντος ἐρύειν 17, 235, vgl. 396; aor. εἴρυσσε, 3, 373, u. oft im conj. ἐρύσσομεν, int. ἐρύσαι, Hes. O. 622; perf. pass. u. med. εἴρυμαι (κατείρυσται Od. 8, 151); εἴρῡτο Iliad. 16, 542, ἔρῡτο 4, 138, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 256; εἴρυντο Il. 18, 69; εἰρῡαται u. εἰρῡατο, auch mit kurzem υ, Od. 6, 265 Il. 4, 248; den aor. ἐρυσϑείς hat Hippocr.; – Grundbedeutung ziehen, dem ἕλκω entsprechend, Il. 3, 373. 18, 165; zunächst häufig von Schiffen: νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν, ins Meer ziehen, Od. 8, 34; νῆα ϑοὴν ἅλαδ' εἴρυσε 2, 389; ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν, aufs Land ziehen, Od. 16, 359, wie Hes. O. 622; ἤπειρόνδε Od. 10, 423; τὰς γὰρ πρώτας πεδίονδε εἴρυσαν Il. 14, 31. 8, 226; pass. εἰρύατο νῆες ϑῖν' ἔφ' ἁλός 14, 30; νῆες ὅσαι πρῶται εἰρύατο 15, 654; ἔνϑα τε νῆες εἰρύατ' εὔπρυμνοι 4, 248; ὅσαι πρῶται εἰρύαται ἄγχι ϑαλάσσης 14, 75; ἔνϑα Μυρμιδόνων εἴρυντο νέες 18, 69; νῆες δ' ὁδὸν εἰρύαται Od. 6, 365; – ( φᾶρος) κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε, er zog es über den Kopf, Od. 8, 85; ὄφρα μοι ἐξ ὤμοιο ἐρύσσῃς πικρὸν ὀιστόν Il. 5, 110; vgl. 16, 863; ὅτε δὴ καὶ ἐγὼ πρόφρων ἐϑέλοιμι ἐρύσσαι, αὐτῇ σὺν γαίῃ ἐρύσαιμι, droht Zeus, Il. 8, 23, ich möchte in die Höhe ziehen; κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι, an der Säule hinaufziehen, Od. 22, 176; νευρὴν ἐρύοντι ἐπί τινι, die Bogensehne anziehen, d. i. den Bogen gegen Einen spannen, Iliad. 15, 464; τόξον εἰρύσας Her. 4, 10; πλίνϑους εἴρυσαν 2, 136, Ziegel streichen; κλῆρον, ein Loos ziehen, Callim. Iov. 62; – ἐκ γαίης ἐρύσας, eine Pflanze, Od. 10, 343; κρόσσας πύργων ἔρυον, sie rissen sie nieder, Il. 12, 258, vgl. προκρόσσας ἔρυσαν 14, 35; mit Gewalt fortreißen, ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας Od. 9, 99; τινὰ μοῦνον ἑτάρων ἄπο, bei Seite ziehen, Ap. Rh. 3, 193; vgl. βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσας, alle Gewaltthat fern haltend, Pind. N. 7, 67; – ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος, am Kleide zupfend, Il. 22, 493; vgl. Ap. Rh. 1, 760; μή σε νέοι διὰ δώματ' ἐρύσσωσι ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός Od. 17, 479, daß sie dich nicht am Fuß durch das Haus hinschleppen. Bes. = den Leichnam eines in der Schlacht Getödteten zu sich ziehen, um ihn den Händen der Feinde zu entreißen, νεκροὺς ἔρυσαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν Il. 5, 573, oder den Leichnam eines Feindes fortschleppen, um ihn der Rüstung zu berauben und ein Lösegeld für die Bestattung von den Angehörigen zu erpressen; νεκροὺς δ' ἀλλήλων ἔρυον, Il. 18, 540, vgl. 4, 467. 492. 17, 419; Ἅκτορα δεῦρ' ἐρύσας 23, 21; – τρὶς δὲ ἐρύσας περὶ σῆμα, nachdem er ihn dreimal um das Grab geschleift hatte, 24, 16; auch von den Hunden u. Vögeln, welche den unbestatteten Leichnam zerreißen u. die Stücke umherzerren, 11, 454. 15, 351. 22, 67. – Med. ἐρύομαι u. p. εἰρύομαι (vgl. unten auch ῥύομαι), inf. ἔρυσϑαι Od. 9, 194, εἴρυσϑαι 3, 268; fut. ἐρύσομαι, ep. ἐρύσσομαι, wozu man als inf. auch ἐλπόμενοι ἐρύεσϑαι rechnet, Il. 14, 422, vgl. 9, 248, s. Buttm. Lexil. 2 p. 268; aor. εἰρυσάμην u. ἐρυσσάμην; perf. wie im pass., dazu imper. εἴρυσο Ap. Rh. 4, 372; – für sich, an sich ziehen; δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην Od. 10, 164; εἰρύσσατο φάσγανον ὀξύ, er zog sein Schwerdt, 22, 79; Il. 22, 306; ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος 12, 190, vgl. Theocr. 22, 191; εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ Od. 22, 90; ἐρύσαντο δὲ πάντα, vom Braten, sie zogen alles für sich von den Spießen ab, Il. 1, 466; τόξον, den Bogen an sich ziehen, um ihn zu spannen, Od. 21, 125; νῆας, ins Meer ziehen, um abzufahren, Il. 14, 79; Ap. Rh. 4, 237; ὅταν κατάϊξ ἱστὸν ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται, mit sich fortreißt, 1, 1204; τινὰ ἆσσον, Jem. näher an sich heranziehen, Od. 19, 481; μάχης, χάρμης ἐρύσασϑαί τινα, aus der Schlacht hinwegreißen, Il. 5, 456. 17, 161; bes. wie im act. vonden Todten; ἐρύσαντο δὲ νεκρούς, sie zogen die Todten zu sich, Il. 17, 317^ ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν 18, 152; νέκυν ἐρύοντο 17, 277; μή πώς οἱ ἐρυσαίατο νεκρὸν Ἅχαιοί 5, 298; vgl. 17, 104; – ausder Gefahrziehen, retten, καὶ τὸν μὲν μετὰ χερσὶν ἐρύσσατο Φοῖβος κυανέῃ νεφέλῃ Il. 5, 344; 11, 363. 20, 93; πῶς ἂν εἰρύσσαισϑε Ἴλιον Il. 17, 327; οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἅκτωρ 6, 403; ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει verbunden 10, 44, ἔρυτο u. σάωσε 5, 23; bewachen, behüten, εἰρύσατο ζωστήρ 4, 186; πύλαι σανίδες τ' εἰρύσσονται 18, 276; εἴρυσϑαι ἄκοιτιν Od. 3, 268; μέγα δῶμα Od. 23, 151; πὰρ νηΐ τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσϑαι 10, 444; αὖλιν, von Hunden, Theocr. 25, 76; παρϑενίην μίτρην ἄχραντον, sich unbefleckt bewahren, Hosch. 2, 73; μηδὲ φρεσὶν εἰρύσσαιτο Od. 16, 459, bei sich behalten, verschweigen; οἵ τε ϑέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται, aufrecht, in Ehren erhalten, Il. 1, 239; οὐ σύ γε βουλὰς εἰρύσαο Κρονίωνος, du hieltest sie nicht in Ehren, 21, 229; ἔπος εἰρύσσασϑαι 1, 216; vgl. Ap. Rh. 4, 1207; ἦ ἔτι μ' αὖϑ' εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα, aufpassen, auflauern, Od. 16, 463; χαλεπὸν ϑεῶν δήνεα εἴρυσϑαι Od. 23, 82, erspähen; – abhalten, abwehren, ἣ (der Schild) δ' οὐκ ἔγχος ἔρυτο Il. 5, 538; οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο Κῆρα, er wehrte den Tod nicht von sich ab, 2, 859; – ἀνὴρ δέ κεν οὔ τι Διὸς νόον εἰρύσσαιτο, den Willen des Zeus aufhalten, 8, 143; χόλον 24, 584.
-
16 ερδω
ион. тж. ἕρδω (только praes., impf. ἔρδον и impf. iter. ἔρδεσκον; проч. формы - от *ἔργω I)1) делать, совершатьἔρξον ὅπως ἐθελεῖς Hom. — сделай, как хочешь;ὅσσ΄ ἔρξαν τ΄ ἔπαθόν τε Hom. — (все), что (ахейцы) совершили и (все, что они) выстрадали;ἔ. ἔργα βίαια Hom. — совершать насилия, насильничать2) делать, причинять(πολλὰ κακά τινι ἔ. Hom.)
τίνα προσωφέλησιν ἔρξεις ; Soph. — какую помощь ты (мне) окажешь?3) ( о жертвоприношениях) совершать, приносить(ἑκατόμβας ἀθανάτοισι Hom.; ἱερὰ καλά Hes.; θυσίας Her.)
ἔ. ἐπὴ βωμοῖς Hes. — совершать жертвоприношения на алтарях4) делать злоοὔτ΄ ἔρξας τινὰ οὔτε νοσφίσας Soph. — не причинивший никому зла и никого ничего не лишивший
-
17 κλοπαιος
3украденный(πυρὸς πηγή Aesch.)
; похищенный(γυνή Eur.)
τὰ κλοπαῖα καὴ τὰ βίαια Plat. — кражи и насилия -
18 μεγαιρω
1) считать чрезмерным, т.е. отказывать, запрещатьοὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος Aesch. — я не отказываю тебе в этом даре2) смотреть с недоброжелательством, возмущатьсяμ. τινὰ ἔρδειν ἔργα βίαια Hom. — возмущаться чьими-л. насилиями
3) возражать, сопротивлятьсяκατακηέμεν οὔτι μεγαίρω Hom. — я нисколько не возражаю против сожжения (павших);
ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὴ ποσίν, οὔτι μεγαίρω Hom. — (сразиться) в кулачном ли бою, в борьбе ли, или в беге - мне безразлично4) из зависти отказывать, относиться с завистью, завидовать -
19 амок
мед. το αμόκ, η βίαια μανία, η έντονη ταραχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > амок
-
20 насильственный
насильственныйприл βίαιος, βεβιασμένος:\насильственный переворот τό βίαιο πραξικόπημα, ἡ βίαια ἀνατροπή· \насильственныйая смерть ὁ βίαιος θάνατος.
См. также в других словарях:
βιαία — βιαίᾱ , βίαιος forcible fem nom/voc/acc dual βιαίᾱ , βίαιος forcible fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαίᾳ — βιαίᾱͅ , βίαιος forcible fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίαια — βίαιος forcible neut nom/voc/acc pl βίαιος forcible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαίας — βιαίᾱς , βίαιος forcible fem acc pl βιαίᾱς , βίαιος forcible fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαίαν — βιαίᾱν , βίαιος forcible fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… … Dictionary of Greek
αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] … Dictionary of Greek